Εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 881/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί αγωγής αποζημίωσης λόγω πρόωρης λύσης σύμβασης μίσθωσης, με την οποία η μισθώτρια υποχρεώθηκε να καταβάλει στην εκμισθώτρια ποσό άνω των 150.000€ πλέον τόκων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εντολέας μας εκμισθώτρια εταιρεία σύναψε σύμβαση μίσθωσης ακινήτου με μισθώτρια εταιρεία διαχείρισης καταστημάτων τροφίμων, ενώ η τελευταία ανέλαβε παράλληλα και την υποχρέωση να προβεί σε εργασίες αποπεράτωσης του μισθίου. Για λόγους επιχειρηματικής πολιτικής της μισθώτριας το συγκεκριμένα κατάστημα ουδέποτε έτυχε εκμετάλλευσης ενώ παράλληλα ουδέποτε ξεκίνησαν οι εργασίες αποπεράτωσής του. Κατά τούτο η εκμισθώτρια εταιρεία προέβη σε καταγγελία της σύμβασης μισθώσεως και ήγειρε αγωγή αποζημίωσης, λόγω της πρόωρης λύσης της μίσθωσης, η οποία οφειλόταν σε υπαιτιότητα της μισθώτριας και, συγκεκριμένα, στην παράβαση της ως άνω συμβατικής της υποχρέωσης.
Το δικαστήριο, αφού αναγνώρισε την υπαίτια παράβαση της συμβατικής υποχρέωσης της μισθώτριας περί εκτέλεσης εργασιών και την εγκυρότητα της καταγγελίας εκ μέρους της εκμισθώτριας, έκρινε ότι "λόγω της πρόωρης λύσης της προαναφερόμενης σύμβασης μισθώσεως από υπαιτιότητα της εναγόμενης, η ενάγουσα δικαιούται αποζημίωση λόγω του διαφυγόντος κέρδους που απώλεσε από υπαιτιότητά της (εναγόμενης) … το οποίο συνίσταται στο μίσθωμα για τον χρόνο μετά την αποχώρησή της, ήτοι από τον Μάρτιο 2018 έως και τον Οκτώβριο 2018, ποσό το οποίο με πιθανότητα και σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα εισέπραττε η ενάγουσα εάν η ένδικη μίσθωση ήταν ενεργή". Όπως διευκρινίζεται στη μείζονα σκέψη της απόφασης, «η ζημία του εκμισθωτή λόγω πρόωρης λύσης της ορισμένου χρόνου σύμβασης μισθώσεως, δηλαδή εκείνης που καταγγέλλεται πριν από το συμβατικό χρόνο λήξεώς της συνίσταται στο διαφυγόν κέρδος, δηλαδή στο μίσθωμα ολόκληρου του υπόλοιπου χρόνου της μισθώσεως. Αυτό όμως οφείλεται για το χρόνο μετά το τέλος της τυχόν παρακρατήσεως του μισθίου και εφεξής, μέχρι να εκμισθωθεί ετούτου, όχι βέβαια πέρα από τον ορισμένο χρόνο της μισθώσεως». Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση, που το μίσθιο παρακρατήθηκε από τη μισθώτρια για διάστημα δύο μηνών από την καταγγελία της σύμβασης (διάστημα για το οποίο καταβλήθηκε αποζημίωση χρήσης) και μισθώθηκε εκ νέου τον μετά την πάροδο οκτώ (8) μηνών (Μάρτιος – Οκτώβριος), η επιδικασθείσα αποζημίωση χρήσης ύψους 152.000€ αφορούσε μόνο το ως άνω οκτάμηνο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, σύμφωνα με το δικαστήριο, η μισθώτρια υποχρεώθηκε να καταβάλει το επιδικασθέν ποσό των 152.000€ «με τον νόμιμο τόκο από την 11η ημέρα εκάστου μηνός, το οποίο αφορά, και μέχρι την εξόφληση, καθώς ο τρόπος καταβολής της αποζημίωσης που συνίσταται σε διαφυγόντα μισθώματα δεν είναι εφάπαξ αλλά κατά τα τακτά χρονικά διαστήματα, που έπρεπε να καταβάλλεται έκαστο μίσθωμα». Κατά την κρίση του δικαστηρίου, «το ότι η ενάγουσα ζητεί τα μισθώματα ως διαφυγόντα κέρδη δεν μεταβάλει την γενεσιουργό αιτία τους, δηλαδή τη σύμβαση μίσθωσης και το συμφωνηθέν με τον 3ο όρο αυτή ότι αυτά καθίστανται ληξιπρόθεσμα και απαιτητά με την πάροδο της 10ης ημέρα εκάστου μισθωτικού μηνός». Ως εκ τούτου, η συνολική οφειλή της εναγόμενης, συνυπολογιζόμενων των τόκων υπερημερίας από την επομένη που έκαστο εκ των οκτώ μισθωμάτων καθίστατο ληξιπρόθεσμο, καθώς και των τόκων επιδικίας, υπερέβη τις 235.000€.