Legal Insight
Οκτώβριος 2024
Βασιλική Τόλια, ΜΔΕ
Εισαγωγή: Ένα έτος ζωής μετρά το Κ.Ε.Β.ΕΙΣ. για την Αττική και περίπου μισό χρόνο για την Θεσσαλονίκη ανταποκρινόμενο δυναμικά στο ρόλο του ως κέντρο βεβαίωσης και είσπραξης οφειλών κατά του Δημοσίου. Αποφορτίζοντας τις κατά τόπους Δ.Ο.Υ. κινείται σε βάρος των οφειλετών γρηγορότερα βεβαιώνοντας τις εκάστοτε οφειλές και επιχειρώντας πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης. Εντούτοις, τα σφάλματα και οι παραλείψεις κατά την εκτελεστική διαδικασία δεν λείπουν, ιδίως κατά την έναρξη αυτής, αφού οι αρμόδιοι υπάλληλοι χρησιμοποιούν σε συντριπτική πλειοψηφία προδιατυπωμένα έντυπα (λ.χ. αναγκαστικής κατάσχεσης), επί των οποίων δεν συμπληρώνουν τα απαιτούμενα στοιχεία στα «κενά χωρία» των εντύπων. Η εν λόγω προχειρότητα μπορεί να επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στον δέκτη των εγγράφων αυτών. Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε μία εκ των περιπτώσεων αυτών -ίσως την πλέον άδικη-. Πρόκειται για την περίπτωση αόριστου κατασχετηρίου της ΑΑΔΕ στα χέρια τρίτου προσώπου που μηδέποτε υπήρξε οφειλέτης του Δημοσίου πριν το εν λόγω κατασχετήριο.
Ι. Απαραίτητα στοιχεία για το ορισμένο του κατασχετηρίου στα χέρια τρίτου από το Δημόσιο
1.Δεν είναι λίγες οι φορές που το Δημόσιο προβαίνει σε κατάσχεση στα χέρια τρίτων, προκειμένου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του κατά των οφειλετών του. Τούτο απαντάται συχνά στα πλαίσια μισθωτικών σχέσεων, όπου οφειλέτης του Δημοσίου είναι ο εκμισθωτής και τρίτος ο μισθωτής. Δεδομένης της υποχρεωτικής ανάρτησης των μισθώσεων στην ΑΑΔΕ το Δημόσιο πληροφορείται για το πρόσωπο του τρίτου και προβαίνει σε σύνταξη κατασχετηρίου στα χέρια του ως τρίτου. Στην περίπτωση αυτή, κατά την πάγια νομολογία των Δικαστηρίων μας και προκειμένου το εν λόγω κατασχετήριο να μην πάσχει από ακυρότητα θα πρέπει να περιέχει:
α) όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στο ά. 30, παρ. 1 ΚΕΔΕ και983, παρ. 1 ΚΠολΔ, ήτοι ονοματεπώνυμο ή επωνυμία και ΑΦΜ του οφειλέτη και του τρίτου, το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, πίνακα χρεών του οφειλέτη, χρονολογία και υπογραφή του κατασχόντος, περιγραφή του τίτλου και της απαίτησης βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση και επιταγή προς τον τρίτο να μην καταβάλλει σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση και
β) σύντομη, αλλά σαφή αναφορά στην έννομη σχέση, από την οποία προέρχεται η οφειλή του καθ’ ου η κατάσχεση – τρίτου προς τον καθ’ ου η εκτέλεση – οφειλέτη. Το στοιχείο αυτό δεν μνημονεύεται μεν στα ά. 30 ΚΕΔΕ και 983 ΚΠολΔ ως αναγκαίο περιεχόμενο του κατασχετηρίου, πλην όμως αποτελεί αναγκαίο στοιχείο του τελευταίου, η έλλειψη του οποίου το καθιστά άκυρο ως αόριστο (βλ.ΑΠ 884/2010, 1182/2009, 825/2018 κατά παραπομπή από Τομαρά Δ., Η αναγκαστική είσπραξη δημοσίων εσόδων κατά τον ΚΕΔΕ, σελ. 63 και σελ. 125, ΕφΑθ 7654/1986 Δ 18.174, Β. Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ υπό άρθρο 983 αριθ. 9, ΠΠρΘεσσαλ. 2982/2014, ΤΝΠ Ισοκράτης, ΑΠ 259/2020, ΤΝΠ Qualex, ΜΠρΡοδ. 652/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
γ) Επιπλέον, όταν η κατάσχεση αφορά μελλοντικές απαιτήσεις του οφειλέτη του Δημοσίου κατά του τρίτου, όπως εν προκειμένω μελλοντικά μισθώματα, τούτο θα πρέπει να αναφέρεται σαφώς στο κατασχετήριο στα χέρια του τρίτου, ώστε το τελευταίο να είναι σαφές και ορισμένο (βλ.Μαρία-Λουΐζα Μπακαλάκου και Σπυριδούλα Ανδριοπούλου σε: Η αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας τρίτου για απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου κατά ΚΕΔΕ - Η δήλωση τρίτου και τα ένδικα βοηθήματα, ΘΠΔΔ 6/2021,σελ. 541, ΤΝΠ Qualex, Τομαράς Δ., ό.π. σελ. 125). Διαφορετικά δεν υφίσταται κατάσχεση μελλοντικών απαιτήσεων (βλ. Ορφανίδη Γ., Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρα 904-1054 ΚΠολΔ, υπό άρθρου 982 ΚΠολΔ, σελ. 627).
ΙΙ. Αιτιολόγηση της αναγκαίας αναφοράς στο κατασχετήριο των υπό β) και γ) ανωτέρω στοιχείων.
1. Σύμφωνα με το ά. 35 του ΚΕΔΕ: «Η καταφατική δήλωση του τρίτου αποτελεί τίτλο εκτελεστό σε βάρος του. Εάν ο τρίτος δεν προβεί σε δήλωση ή προβεί σε δήλωση εκπρόθεσμα ή χωρίς την τήρηση του τύπου που προβλέπεται από τα άρθρα 31, 32 και 34, καθίσταται οφειλέτης του Δημοσίου για ό,τι οφείλει ή μέλλεται να οφείλει στον καθ’ ου η κατάσχεση, εφόσον αυτό προκύπτει από τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της ΑΑΔΕ, άλλως για το σύνολο της απαίτησης για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση. Σε κάθε περίπτωση ο τρίτος μπορεί να αποδείξει και ενώπιον της αρμόδιας για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής υπηρεσίας ότι δεν οφείλει στον καθ’ ου η κατάσχεση ή ότι η οφειλή του είναι μικρότερη από την απαίτηση του Δημοσίου, οπότε απαλλάσσεται ή ευθύνεται μέχρι το ύψος της οφειλής του κατά περίπτωση».
2. Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη και σε πλήρη αντίθεση με τα ισχύοντα στον ΚΠολΔ ο τρίτος οφείλει να προβεί σε δήλωση, αναλόγως, είτε θετική είτε αρνητική εντός 8 ημερών (ά. 34 ΚΕΔΕ) από την επίδοση σε αυτόν του κατασχετηρίου. Εφόσον δεν προβεί σε δήλωση, τότε κατά μαχητό πλέον (παλαιότερα κατ’ αμάχητο) τεκμήριο καθίσταται οφειλέτης του Δημοσίου για το σύνολο της απαίτησης (εκτός αν από τα ηλεκτρονικά μέσα της ΑΑΔΕ προκύπτει ότι ο τρίτος οφείλει λιγότερα στον καθ’ ου η εκτέλεση). Εν προκειμένω, παρατηρείται ένα υπερπρονόμιο υπέρ του Δημοσίου, αφού και ο τρίτος καθίσταται πλέον οφειλέτης του (!)
3. Ήδη από τα ανωτέρω εύκολα καθίσταται σαφής ο λόγος για τον οποίον επί ποινή ακυρότητας θα πρέπει στο κατασχετήριο στα χέρια του τρίτου να γίνεται σύντομη πλην σαφής αναφορά στην έννομη σχέση που συνδέει τον τρίτο με τον οφειλέτη, ως και του ότι κατάσχονται στα χέρια του μελλοντικές απαιτήσεις του οφειλέτη κατά του τρίτου. Ελλείψει των αναφορών αυτών ο τρίτος υφίσταται δικονομική βλάβη που συνίσταται στα εξής:
α) το πρώτον, αν στο κατασχετήριο δεν αναφέρεται επ’ ακριβώς η έννομη σχέση που συνδέει τον τρίτο με τον οφειλέτη ή ότι κατάσχονται μελλοντικές απαιτήσεις, ο τρίτος δεν κατανοεί σε τι αφορά η κατάσχεση και τι ακριβώς κατάσχεται στα χέρια του, ούτως ώστε να αντιληφθεί πως δεν πρέπει να προβεί σε απόδοση των κατασχεθέντων –εφόσον υφίστανται- προς τον οφειλέτη αλλά προς το Δημόσιο ή ότι καλείται στο μέλλον τη μελλοντική απαίτηση να μην την αποδώσει στον οφειλέτη, αλλά στο Δημόσιο. Είναι, δε, πιθανό, αν δεν αναφέρεται η υποκείμενη έννομη σχέση τρίτου και οφειλέτη ή η κατάσχεση μελλοντικών απαιτήσεων, ο τρίτος να μην αντιληφθεί καν ότι λαμβάνει χώρα κατάσχεση στα χέρια του και να αποδώσει την κατασχεμένη απαίτηση στον οφειλέτη του Δημοσίου. Ουδείς υποχρεώνει τον ανυποψίαστο τρίτο να γνωρίζει νομικά˙
β) περαιτέρω, η παντελής έλλειψη αναφοράς του κατασχετηρίου στην υποκείμενη έννομη σχέση τρίτου και οφειλέτη ή η γενικόλογη αναφορά στην εν λόγω σχέση ή μη σαφής αναφορά ότι κατάσχονται μελλοντικές απαιτήσεις εμποδίζει τον τρίτο –ελλείψει επαρκών στοιχείων- από το να ανταποκριθεί στην εκ των ά. 34 και 35 ΚΕΔΕ υποχρέωσή του για σαφή και ορισμένη δήλωση. Καθώς ο τρίτος δεν αντιλαμβάνεται σε τι αφορά η κατάσχεση, δεν είναι σε θέση να δηλώσει αν υφίσταται στα χέρια του η κατασχεμένη απαίτηση του οφειλέτη του Δημοσίου ή ποιο το ύψος αυτής ή, εφόσον πρόκειται για μέλλουσα απαίτηση, να δηλώσει αν στα χέρια του εξακολουθεί στο χρόνο της κατάσχεσης να υφίσταται η έννομη σχέση (π.χ. μίσθωση, εντολή, χρησιδάνειο κτλ) από την οποία, ως δικαιογόνο αιτία, θα προκύψει η μελλοντική χρηματική απαίτηση.
ΙΙΙ. Συνέπειες του κατά τα ανωτέρω άκυρου κατασχετηρίου
1. Επί άκυρου κατασχετηρίου άκυρες είναι και όλες οι επόμενες πράξεις του Δημοσίου που διενεργήθηκαν βάσει του εν λόγω άκυρου κατασχετηρίου, ήτοι η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής σε βάρος του τρίτου και η συνακόλουθη ατομική ειδοποίηση.
2. Περαιτέρω, ο τρίτος παραλείποντας την υποβολή της κατ’ άρθρα 34 και 35 ΚΕΔΕ δήλωσης δεν καθίσταται από αυτό και μόνο οφειλέτης του Δημοσίου, αφού βασική προϋπόθεση του τεκμηρίου που δημιουργείται από τη μη εμπρόθεσμη δήλωση οφειλής του κατ’ άρθρο 35 ΚΕΔΕ είναι η ύπαρξη έγκυρης κατάσχεσης (βλ. Παπαχρήστου Β. σε: Η άμυνα του οφειλέτη στη διοικητική εκτέλεση (Θεωρία – Νομολογία), 1986, σελ. 126, κατά τον οποίον: «…Κρίθηκε ότι, αν η κατάσχεση είναι άκυρη, δεν υπάρχει υποχρέωση να υποβληθεί δήλωση τρίτου (ΠΠρΑθ. 7541/1982, Δ. 14, 300, με παρατηρήσεις Β. Παπαχρήστου»). Βέβαια, όπως θα αναφερθεί ευθύς κατωτέρω, ο τρίτος ως οφειλέτης ασκεί Ανακοπή κατά το ά. 65 του ΚΕΔΕ, μιας και η ακυρότητα του κατασχετηρίου και των επόμενων πράξεων της Διοίκησης πρέπει να αναγνωρισθεί.
IV. Δικονομική προστασία του τρίτου επί άκυρου κατασχετηρίου
1. Εφόσον στον τρίτο έχει επιδοθεί μόνο το κατασχετήριο στα χέρια του ως τρίτου ή/ και η ταμειακή βεβαίωση δια ατομικής ειδοποίησης, τότε προστατεύεται δια της ανακοπής του ά. 65 παρ. 1 ΚΕΔΕ. Ακόμα δεν έχει ξεκινήσει η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του, μιας και το κατασχετήριο στα χέρια του ως τρίτου εντάσσεται στα πλαίσια της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του αρχικού οφειλέτη του Δημοσίου. Δια της εν λόγω ανακοπής ο τρίτος θα ζητήσει την ακύρωση της ατομικής ειδοποίησης σε βάρος του, ως και του νόμιμου τίτλου που συναποτελείται από την ταμειακή σε βάρος του εκτέλεση και το κατασχετήριο στα χέρια του ως τρίτου.
2. Εφόσον έχει εκκινήσει η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του τρίτου δια κατάσχεσης λ.χ. περιουσιακού του στοιχείου, τότε προστατεύεται δια της Ανακοπής του ά. 65 παρ. 2 ΚΕΔΕ, δια της οποίας ο τρίτος θα ζητήσει την ακύρωση της σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης (λ.χ. ακύρωση της κατάσχεσης περιουσιακού του στοιχείου).
3. Τόσο η Ανακοπή της παρ. 1 όσο και η Ανακοπή της παρ.2 του ά. 65 είναι απρόθεσμες. Για την ακρίβεια, απρόθεσμη είναι η Ανακοπή της παρ. 2, ενώ η προθεσμία της Ανακοπής της παρ. 1 λήγει όταν θα ξεκινήσει η αναγκαστική εκτέλεση, οπότε πλέον δυνατή θα είναι η άσκηση μόνο της Ανακοπής της παρ. 2 (βλ. και ΜΠρΡοδ 652/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
4. Αν και οι δύο ανωτέρω Ανακοπές διαφοροποιούνται ως προς τους λόγους τους, στην υπό εξεταζόμενη περίπτωση το άκυρο του κατασχετηρίου στα χέρια του οφειλέτη ως τρίτου δύναται να προβληθεί ως λόγος ανακοπής τόσο στα πλαίσια της πρώτης όσο και στα πλαίσια της δεύτερης (ά. 65, παρ. 1, περ. α’ ΚΕΔΕ).
5. Δικαιοδοσία για την άσκηση της υπό εξέταση Ανακοπής έχουν τα πολιτικά Δικαστήρια, εφόσον η έννομη σχέση που συνδέει τον τρίτο με τον οφειλέτη του Δημοσίου είναι ιδιωτικού δικαίου (βλ. σχετικά την αδημ. υπ’ αριθμ. 826/2022 απόφαση του ΜονΔιοικΠρωτΑθ κατά την οποία: «…Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η ανακοπή του τρίτου κατά πράξης, με την οποία βεβαιώθηκε ταμειακά σε βάρος του το ποσό των κατασχεθέντων στα χέρια του χρημάτων οφειλέτη του Δημοσίου και η ταμειακή αυτή βεβαίωση έγινε είτε λόγω μη υποβολής είτε λόγω εκπρόθεσμης υποβολής από αυτόν της κατά το άρθρο 32 του ΚΕΔΕ δήλωσης, εκδικάζεται από τα πολιτικά δικαστήρια, εφόσον η οφειλή του τρίτου προς τον οφειλέτη του Δημοσίου διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο (πρβλΣτΕ Ολομ759/2018 σκ.9). Τούτο δε, διότι αντικείμενο της ανωτέρω ανακοπής είναι η ύπαρξη και η έκταση της οφειλής του τρίτου προς τον οφειλέτη του Δημοσίου, δηλαδή η ύπαρξη και η έκταση της απαίτησης του ιδιωτικού δικαίου, ενώ δεν ασκεί επιρροή η φύση της –αποτελούσας το θεμέλιο της εκτέλεσης- έννομης σχέσης που συνδέει το Δημόσιο με τον οφειλέτη του (βλ. ΣτΕ 48/2014 7μ, 3778/2015, πρβλΣτΕ 743/1993 7μ, 1490/1993 7μ., βλ. ΑΠ 1182/2009, πρβ ΑΕΔ 1/1991)…»).
6. Περαιτέρω, το καθ’ ύλην και το κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο καθορίζονται σύμφωνα με την παρ. 3 του ά. 65 του ΚΕΔΕ ως εξής: «Με την επιφύλαξη των άρθρων 216 επ. του Κ.Δ.Δ., η ανακοπή του οφειλέτη πριν από την έναρξη της εκτέλεσης ασκείται ενώπιον του καθ’ ύλην αρμόδιου δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 583 έως 585 του Κ.Πολ.Δ., ενώ μετά την έναρξή της ασκείται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης».
7. Τέλος, μαζί με την Αναστολή του ά. 65, παρ. 2 του ΚΕΔΕ μπορεί να ασκηθεί και Αίτηση Αναστολής κατά τις ειδικότερες προβλέψεις του ά. 65, παρ. 4 ΚΕΔΕ. Προκειμένου να γίνει δεκτή δεν απαιτείται ούτε επικείμενος κίνδυνος ούτε επείγουσα περίπτωση, αλλά αρκεί να πιθανολογείται η ευδοκίμηση της Ανακοπής. Ζήτημα τίθεται κατά πόσο μπορεί να ασκηθεί Αίτηση Αναστολής στα πλαίσια της Ανακοπής του ά. 65, παρ. 1 ΚΕΔΕ. Μετά από διακυμάνσεις στη νομολογία, κρατούσα σήμερα φαίνεται να είναι η άποψη ότι τούτο δεν είναι δυνατό, αφού το ά. 65, παρ. 4 ΚΕΔΕ προϋποθέτει έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης.
Συμπέρασμα: Συχνό φαινόμενο είναι η Διοίκηση να προβαίνει σε διερευνητικές κατασχέσεις στα χέρια τρίτων, δίχως να ελέγξει αν η έννομη σχέση που συνδέει τον οφειλέτη του Δημοσίου με τον τρίτο είναι ακόμα ενεργή και πολύ περισσότερο δίχως να περιγράψει με ακρίβεια στον τρίτο τι ακριβώς κατάσχει στα χέρια του. Ενδεχομένως τούτο να οφείλεται στον μεγάλο αριθμό των οφειλετών του Δημοσίου και στην υποστελέχωση του τελευταίου. Αυτό, όμως, δεν δικαιολογεί την περιέλευση ενός προσώπου φερέγγυου και ανταποκρινόμενου στο έπακρο στις προσωπικές οικονομικές του υποχρεώσεις στη δεινή θέση του οφειλέτη του Δημοσίου.