Legal Insight
Δεκέμβριος 2021
Γιώργος Κεφαλάς, ΜΔΕ mult., MSc.
(αναδημοσίευση από capital.gr)
Περίληψη: Με τον ν. 4548/2018 για την ανώνυμη εταιρεία (όπως και με τον προηγούμενο κ.ν. 2190/1920), παρέχεται στη μειοψηφία της εταιρείας ένα πλήθος δικαιωμάτων, μέσω των οποίων μπορεί να επιτευχθεί ο έλεγχος των πράξεων της εταιρικής διοίκησης και κατ’ επέκταση της πλειοψηφίας. Από τα σημαντικότερα δικαιώματα μειοψηφίας είναι το δικαίωμα ελέγχου, το οποίο, παράλληλα με το δικαίωμα πληροφόρησης, μπορούν να δώσουν στην μειοψηφία το αναγκαίο υλικό για την άσκηση εταιρικών αξιώσεων σε βάρος της εκάστοτε διοίκησης.
1. Εισαγωγή
Στο πλαίσιο λειτουργίας μίας ανώνυμης εταιρείας, διαμορφώνονται συχνά δύο ή και περισσότερες αντιτιθέμενες ομάδες συμφερόντων. Από τη μία πλευρά βρίσκεται η πλειοψηφία, η οποία διορίζει την διοίκηση της ανώνυμης εταιρείας, που υπακούει κατά κανόνα στις εντολές της πλειοψηφικής ομάδας, και από την άλλη πλευρά η μειοψηφία, μία ή περισσότερες μειοψηφικές ομάδες. Για την προστασία της εκάστοτε μειοψηφίας, παρέχεται από το δίκαιο της ανώνυμης εταιρείας μία σειρά από δικαιώματα, ώστε να εξασφαλίζεται η δυνατότητα ελέγχου της πλειοψηφίας και της εταιρικής διοίκησης από τις εκάστοτε μειοψηφίες. Ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο των δικαιωμάτων αυτών κατέχουν το δικαίωμα ενημέρωσης των μετόχων που προβλέπεται στις παρ. 6 και 7 του άρθρου 141 του ν. 4548/2018, καθώς και το δικαίωμα της μειοψηφίας να ζητήσει τον έκτακτο έλεγχο της ανώνυμης εταιρείας, όπως διαρθρώνεται στα άρθρα 142 και 143 του ν. 4548/2018.
2. Το δικαίωμα για διενέργεια έκτακτου ελέγχου
2.1 Το δικαίωμα της μικρής μειοψηφίας
Το δικαίωμα για διενέργεια έκτακτου ελέγχου, που προβλέπεται στο άρθρο 142 του ν. 4548/2018, διακρίνεται περαιτέρω σε δύο υποκατηγορίες. Έτσι, μία μικρή μειοψηφία (που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 1/20 του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας) μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει τον έκτακτο έλεγχο της εταιρείας, εφόσον πιθανολογούνται πράξεις των εταιρικών οργάνων – ιδίως της διοίκησης της εταιρείας – που παραβιάζουν διατάξεις του νόμου ή του καταστατικού της εταιρείας ή αποφάσεις της γενικής συνέλευσης (Γ.Σ.) (έλεγχος της μικρής μειοψηφίας).
Στην πράξη, οι μέτοχοι της μειοψηφίας θα πρέπει να ασκήσουν μία αίτηση ενώπιον του δικαστηρίου, στην οποία θα αναφέρουν συγκεκριμένες πράξεις των οργάνων της εταιρείας που παραβιάζουν συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου ή του καταστατικού ή αποφάσεις της Γ.Σ. και, εφόσον το δικαστήριο πιθανολογήσει ότι πράγματι έλαβαν χώρα τέτοιες πράξεις, θα διατάξει τον έλεγχο. Η έννοια της πιθανολόγησης συνίσταται στο ότι δεν απαιτείται ο δικαστής να πεισθεί πλήρως ούτε να είναι απολύτως βέβαιος για την τέλεση των καταγγελλόμενων πράξεων, αλλά αρκεί να θεωρήσει αυτές ως πιθανές. Έτσι λ.χ. με την υπ’ αριθμ. 29/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λαμίας διατάχθηκε έλεγχος, καθώς το δικαστήριο πιθανολόγησε ότι ο Πρόεδρος του Δ.Σ. δεν είχε συγκαλέσει τακτική ή έκτακτη Γ.Σ., στην οποία, μεταξύ άλλων, θα ενημέρωνε τους μετόχους και για την είσπραξη της ασφαλιστικής αποζημίωσης κατόπιν πυρκαγιάς που κατέστρεψε ολοσχερώς το σύνολο των εγκαταστάσεων της εταιρείας, παρά το γεγονός, μάλιστα, ότι μέτοχος της μειοψηφίας είχε ζητήσει με σχετική εξώδικη δήλωση ενημέρωση για τα οικονομικά ζητήματα της εταιρείας.
Εφόσον διαταχθεί ο έλεγχος, στις ως άνω περιπτώσεις, ο έλεγχος αυτός θα είναι μόνον έλεγχος νομιμότητας, θα εξεταστεί δηλαδή κατά πόσον πράγματι έχουν παραβιασθεί από τα εταιρικά όργανα οι διατάξεις του νόμου ή του καταστατικού ή κάποια απόφαση της Γ.Σ.. Δεν εξετάζεται εν προκειμένω η σκοπιμότητα των πράξεων της εταιρικής διοίκησης και κατά πόσον αυτές συντείνουν στην κερδοφορία ή ζημιώνουν την εταιρεία.
Ο έλεγχος της μικρής μειοψηφίας περιορίζεται χρονικά, καθώς η σχετική αίτηση πρέπει να υποβληθεί εντός τριών ετών από την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της χρήσης εντός της οποίας έλαβαν χώρα οι καταγγελλόμενες πράξεις.
Συνήθως οι πράξεις που πιθανολογούνται και οδηγούν σε έλεγχο της μικρής μειοψηφίας σχετίζονται με τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων από το Δ.Σ., όπως λ.χ. σύναψη συμβάσεων μεταξύ εταιρείας και μελών του Δ.Σ. κατά παράβαση του άρθρου 100 του ν. 4548/2018, παροχή αμοιβών στα μέλη του Δ.Σ. κατά παράβαση των άρθρων 109 επ., παράλειψη επιδίωξης νόμιμων αξιώσεων της εταιρείας κλπ.
2.2 Το δικαίωμα της μεγάλης μειοψηφίας
Από την άλλη πλευρά, μειοψηφία του 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει τον έλεγχο της εταιρείας, εφόσον με βάση συγκεκριμένες ενδείξεις προκύπτει ότι η διοίκηση της εταιρείας δεν ασκείται όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διοίκηση. Εν προκειμένω, ο δικαστής δεν αρκεί να πιθανολογήσει τα ως άνω περιστατικά, αλλά πρέπει αυτά να αποδειχθούν πλήρως. Προϋποτίθεται δηλαδή ένας αυστηρότερος βαθμός απόδειξης. Το ερώτημα που προκύπτει είναι, ωστόσο, πότε μπορεί να θεωρηθεί ότι η διοίκηση δεν ασκείται όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διοίκηση; Η προϋπόθεση αυτή θα συντρέχει όταν η διαχείριση ασκείται κατά τρόπο αντίθετο προς το συμφέρον της εταιρείας, όπως λ.χ. όταν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ίδιων των διαχειριστών ή ορισμένων μόνον μετόχων ή τρίτων. Γίνεται δε δεκτό ότι για να γίνει λόγος για μη συνετή και επιμελή διαχείριση θα πρέπει από τις ενέργειες της διοίκησης να προκαλείται ζημία στην εταιρεία. Έτσι, μεταξύ άλλων, διατάχθηκε ο έκτακτος έλεγχος της μεγάλης μειοψηφίας στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Όπως δε αναφέρθηκε και ανωτέρω, για τον έλεγχο της μεγάλης μειοψηφίας δεν αρκεί η μη συνετή και χρηστή διοίκηση, αλλά πρέπει περαιτέρω να αποδειχθεί ότι υπάρχει τάση χειροτέρευσης της κατάστασης της εταιρείας, πράγμα που μπορεί να συμβαίνει είτε λόγω της ύπαρξης ή μεγέθυνσης των ζημιών είτε διότι τα κέρδη μειώνονται ή είναι λιγότερα από τα προσδοκώμενα. Έτσι, η απόφαση υπ’ αριθμ. 273/2014 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, αφού δέχθηκε ότι έχουν πραγματοποιηθεί ανακριβείς εγγραφές στους ισολογισμούς της εταιρείας για τις χρήσεις 2007-2009, διέλαβε στο σκεπτικό της ότι: «Οι παραπάνω πράξεις δεν αποδείχτηκε ότι ευθύνονται για την μείωση των κερδών της 1ης καθής εταιρείας, ενόψει και της οικονομικής κρίσης που έπληξε τη χώρα και ιδιαίτερα τις τεχνικές εταιρείες».
Ο έλεγχος που διατάσσεται κατόπιν αιτήματος της μεγάλης μειοψηφίας είναι, σε αντίθεση με τον έλεγχο της μικρής μειοψηφίας, έλεγχος σκοπιμότητας, συνίσταται δηλαδή στην εξέταση του εάν οι ελεγχόμενες διαχειριστικές πράξεις ωφελούν ή ζημιώνουν την εταιρεία. Ενώ δηλαδή στον έλεγχο της μικρής μειοψηφίας ελέγχεται μόνον η αντίθεση της καταγγελλόμενης πράξης στον νόμο, το καταστατικό ή απόφαση της Γ.Σ., εν προκειμένω, στον έλεγχος της μεγάλης πλειοψηφίας, η καταγγελλόμενη πράξη για να οδηγήσει στον έλεγχο πρέπει να επιφέρει κάποιας μορφής ζημία στην εταιρεία με την παραπάνω εκτιθέμενη έννοια.
Συνεπώς, η άμυνα που μπορεί να αντιτάξει το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) σε τυχόν σε βάρος του αίτηση για διενέργεια ελέγχου, πέραν της άρνησης των πράξεων που τυχόν επικαλείται η αιτούσα μειοψηφία, είναι το γεγονός ότι οι καταγγελλόμενες πράξεις, ακόμη και αληθείς, δεν επέφεραν κανενός είδους ζημία στην εταιρεία ή ακόμη και ότι ήταν προς το συμφέρον της εταιρείας (βλ. ΜΠρΠειρ 1848/2017: «Όλες οι παραπάνω αναφερόμενες διαχειριστικές επιλογές, ήτοι η απόκτηση και η μετασκευή του «…», έστω και καθ’ υπέρβαση του αρχικού προϋπολογισμού, καθώς και η γενική επισκευή/αναβάθμιση των πλοίων «…» και «…» κρίνεται ότι υπαγορεύθηκαν από την ανάγκη ενδυνάμωσης της εμπορικής παρουσίας της εταιρείας και με αυτές επιδιώχθηκε το συμφέρον της εταιρείας και η επίτευξη του εταιρικού σκοπού, με την ενίσχυση του στόλου της εταιρείας έναντι των ανταγωνιστών της»).
Τέλος, αναφορικά με το δικαίωμα της μεγάλης μειοψηφίας να αιτηθεί τον έλεγχο της εταιρείας δεν τίθεται από τον νόμο κάποιος χρονικός περιορισμός. Ωστόσο, τυχόν αίτημα που υποβάλλεται αρκετά χρόνια μετά τα καταγγελλόμενα περιστατικά και ενώ ήδη γνώριζε αυτά προηγουμένως η αιτούσα μειοψηφία, θα μπορεί να απορριφθεί ως καταχρηστικώς υποβληθέν.
3. Η εκπροσώπηση της αιτούσας μειοψηφίας στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας
Η παρ. 4 του άρθρου 142 του ν. 4548/2018 προβλέπει ότι το δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι η εκπροσώπηση των αιτούντων μετόχων στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας δεν δικαιολογεί την αίτηση ελέγχου. Με άλλα λόγια, μπορεί να απορριφθεί η τυχόν υποβληθείσα αίτηση ελέγχου, επειδή υπάρχει εκπροσώπηση της μειοψηφίας στο Δ.Σ.. Μόνη πάντως η συμμετοχή του μειοψηφούντος μετόχου στο Δ.Σ. κατά κανόνα δεν θα αρκεί για την απόρριψη της αίτησης ως καταχρηστικής, αλλά συνήθως θα απαιτείται η συνδρομή και άλλων περιστατικών. Ο αιτών μέτοχος της μειοψηφίας θα πρέπει να συμπράττει ή τουλάχιστον να ανέχεται εν γνώσει του τις πράξεις που στη συνέχεια καταγγέλλει με την αίτησή του, ώστε να θεωρηθεί ότι καταχρηστικώς ασκεί το δικαίωμά του. Έτσι, σε περίπτωση που ο μέτοχος δεν παρίστατο κατά την κρίσιμη συνεδρίαση που λήφθηκε μία απόφαση ή αντιτάχθηκε σε αυτή, δεν θα μπορεί μετά να προταθεί σε βάρος του η συμμετοχή του στο Δ.Σ. της εταιρείας.
4. Η διενέργεια του ελέγχου
Η διενέργεια του ελέγχου ανατίθεται από το δικαστήριο σε ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή σε ελεγκτική εταιρεία, ενώ, ανάλογα με το μέγεθος της εταιρείας, μπορεί να ανατεθεί και σε λογιστή φοροτεχνικό α’ τάξης. Η αμοιβή του καθορίζεται από το δικαστήριο, το οποίο μπορεί να τάξει και χρονικό διάστημα για την περάτωση του έργου τους. Οι διάδικοι μπορούν να προτείνουν το πρόσωπο του ελεγκτή, το δικαστήριο όμως δεν δεσμεύεται από τις προτάσεις τους και μπορεί να διορίσει άλλο τρίτο πρόσωπο. Οι διοριζόμενοι ελεγκτές αποκτούν τα δικαιώματα πληροφόρησης που έχουν και οι τακτικοί ελεγκτές. Έτσι, έχουν δικαίωμα αυτοπρόσωπης λήψης των αναγκαίων πληροφοριών και πρόσβασης, εξέτασης και έρευνας των βιβλίων και λοιπών εγγράφων της εταιρείας.
5. Αντί επιλόγου
Το δικαίωμα ελέγχου, και δη αυτό της μεγάλης πλειοψηφίας, αποτελεί ένα από τα πλέον καταλυτικά δικαιώματα της μειοψηφίας. Παράλληλα με το δικαίωμα πληροφόρησης παρέχουν στη μειοψηφία το αναγκαίο υλικό για την άσκηση τυχόν εταιρικών αξιώσεων σε βάρος της διοίκησης της εταιρείας. Ωστόσο, τόσο στην αίτηση της μικρής όσο και της μεγάλης μειοψηφίας πρέπει να αναφέρονται συγκεκριμένες πράξεις των εταιρικών οργάνων που να θεμελιώνουν είτε παράβαση του νόμου, του καταστατικού ή απόφασης Γ.Σ. ή να συνιστούν ενδείξεις μη χρηστής και συνετής διαχείρισης, άλλως η αίτηση κινδυνεύει να απορριφθεί ως αόριστη (βλ. την ΜΠρΑθ 1211/2020 που απέρριψε ως αόριστη αίτηση μετόχου της μεγάλης μειοψηφίας που ανέφερε ότι η διοίκηση παράνομα και καταχρηστικά απέρριψε αίτημά του για αναβολή σύγκλησης της Γ.Σ., αρνείται την πρόσβασή του στα βιβλία και στοιχεία της εταιρείας και ότι υπάρχουν διαχειριστικές αταξίες και εσφαλμένες εγγραφές στα βιβλία της εταιρείας).