Legal Insight
Μάρτιος 2022
Δάφνη Σφυρή, ΜΔΕ
Περίληψη: Κάθε διαρκής σύμβαση, όπως είναι και οι διαμεσολαβητικές συμβάσεις, προϋποθέτει για την ομαλή λειτουργία της την ύπαρξη σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών. Κάθε ενέργεια που διαταράσσει την εμπιστοσύνη μεταξύ των μερών και καθιστά μη αντικειμενικώς ανεκτή την εξακολούθηση της συνέχισης της συνεργασίας, δίνει το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης για σπουδαίο λόγο πριν παρέλθει ο συμβατικά καθορισμένος χρόνος. Η ύπαρξη ή μη σπουδαίου λόγου καταγγελίας, καθώς και ο καταλογισμός του σπουδαίου λόγου στην υπαιτιότητα ενός εκ των συμβαλλομένων μερών επηρεάζουν άμεσα τα σχετικά δικαιώματα αποζημίωσης.
Το δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας, ήτοι το δικαίωμα κάθε συμβαλλόμενου να αποδεσμευθεί πρόωρα από μία διαρκή σχέση, διασπά τη θεμελιώδη αρχή του δικαϊκού μας συστήματος «pacta sunt servanda». Με απλά λόγια, οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται. Η καταγγελία για σπουδαίο λόγο προβλέπεται ρητά στον νόμο για ορισμένες συμβάσεις: Από το πνεύμα των διατάξεων αυτών (ενδεικτικά: 672 ΑΚ, 766, 797 ΑΚ) και από την καλή πίστη συνάγεται γενική αρχή του δικαίου, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή η άμεση λύση κάθε διαρκούς συμβάσεως είτε αυτή είναι ορισμένου είτε είναι αορίστου χρόνου, ακόμη και αν το δικαίωμα αυτό δεν προβλέπεται ρητά στον νόμο ή τη σύμβαση, όταν η συνέχιση της σύμβασης έως τον συμβατικώς καθορισμένο χρόνο ή την τυχόν προβλεπόμενη προθεσμία τακτικής καταγγελίας έχει καταστεί μη ανεκτή.
Χαρακτηριστικά δε παραδείγματα διαρκών συμβάσεων αποτελούν οι λεγόμενες διαμεσολαβητικές συμβάσεις, ήτοι οι συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας, αποκλειστικής διανομής και δικαιόχρησης (Franchise). Οι συμβληθέντες σε διαρκή ενοχή αναλαμβάνουν την υποχρέωση συμβατικών παροχών που δεν εκτελούνται στιγμιαίως, αλλά εκτείνονται στον χρόνο. Για παράδειγμα, στη σύμβαση πωλήσεως, ο πωλητής αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα και ο αγοραστής να καταβάλει το τίμημα. Η διάρκεια εκτελέσεως αμφοτέρων των συμβατικών παροχών είναι στιγμιαία. Αντιθέτως, οι υποχρεώσεις των συμβληθέντων στις λεγόμενες διαμεσολαβητικές συμβάσεις έχουν διάρκεια και εκτείνονται στο χρόνο, γεγονός που γεννά νέες ανάγκες (λ.χ. την ανάγκη για άμεση αποδέσμευση από μία προβληματική συνεργασία διαρκείας) και επηρεάζει άμεσα το δίκαιο καταγγελίας αυτών.
Πριν την ανάλυση των ζητημάτων καταγγελίας των διαμεσολαβητικών συμβάσεων αναπτύσσονται - όλως συνοπτικώς - τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά αυτών:
Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι μία διαρκής ενοχική σχέση με την οποία τρίτος, που αποκαλείται εμπορικός αντιπρόσωπος, αναλαμβάνει έναντι αμοιβής (προμήθειας), σε μόνιμη βάση (για ορισμένο ή αόριστο χρόνο), με την ιδιότητα του ανεξάρτητου μεσολαβητή, είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου την πώληση ή την αγορά/ παροχή εμπορευμάτων/υπηρεσιών είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου. Το τελευταίο στοιχείο διακρίνει τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας από τις συμβάσεις διανομής και franchising, δεδομένου ότι ο διανομέας/δικαιοδόχος franchising, όπως θα αναλυθεί και στη συνέχεια, ενεργεί στο όνομα και για δικό του λογαριασμό, αναδεχόμενος όλους τους κινδύνους από τις σχετικές συναλλαγές. Σε αντίθεση με άλλα πρόσωπα που συμβάλλονται με τον επιχειρηματία ευκαιριακά, όπως συμβαίνει στις στιγμιαίες συμβάσεις (λ.χ. σύμβαση πώλησης), η σύμπραξη του εμπορικού αντιπροσώπου με τον αντιπροσωπευόμενο είναι μόνιμη σύμπραξη και άρα ήδη εκ της φύσεώς της προκύπτει ότι κρίσιμο στοιχείο για την ομαλή λειτουργία της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας είναι η ύπαρξη εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών.
Η σύμβαση αποκλειστικής διανομής είναι μία ιδιόρρυθμη διαρκής ενοχική σύμβαση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ένας συμβαλλόμενος (προμηθευτής) υποχρεούται να πωλεί στον άλλον (διανομέα) τα συμβατικά εμπορεύματα, τα οποία, στη συνέχεια, ο τελευταίος μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο. Ο δε διανομέας έχει την υποχρέωση να προωθεί τα συμφέροντα του προμηθευτή, ενώ ο τελευταίος ενσωματώνει τον διανομέα στην εμπορική του οργάνωση υπό την έννοια της άσκησης εποπτείας και ελέγχου.
Η σύμβαση δικαιόχρησης (franchise) είναι μία διαρκής ενοχική σύμβαση μεταξύ δύο συμβαλλομένων, του δικαιοδότη (franchisor) και του δικαιοχρήστη (franchisee), στο πλαίσιο της οποίας, αφενός ο δικαιοδότης παραχωρεί στο δικαιοχρήστη ένα σύνολο διακριτικών γνωρισμάτων και διαρκώς ανανεούμενης τεχνογνωσίας και του παρέχει ένα σύνολο υπηρεσιών μέσω της άσκησης συνεχούς ελέγχου, με σκοπό τη διαμόρφωση του καταστήματος του δικαιοχρήστη και την ένταξή του στο σύστημα του δικαιοδότη και αφετέρου, ο δικαιοχρήστης οφείλει να καταβάλλει στον δικαιοδότη το συμφωνηθέν χρηματικό αντάλλαγμα και να ακολουθεί τις οδηγίες του τελευταίου.
Ας διευκρινισθεί, στο σημείο αυτό, ότι ο χαρακτηρισμός της νομικής φύσης μίας σύμβασης (λ.χ. σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ή σύμβαση διανομής ή σύμβαση δικαιόχρησης) δεν καθορίζεται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν τα συμβαλλόμενη μέρη στο συμβατικό κείμενο αλλά ο εφαρμοστής του δικαίου, δηλαδή ο δικαστής, είναι αυτός ο οποίος θα προβεί στον νομικό χαρακτηρισμό της σύμβασης βασιζόμενος στο είδος και στην έκταση των υποχρεώσουν που ανέλαβαν τα συμβαλλόμενα μέρη, και κατ’ επέκταση θα επιβάλλει και τις αντίστοιχες έννομες συνέπειες.
Εν συνεχεία, εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις καταγγελίας των διαμεσολαβητικών συμβάσεων, καθώς και οι κυριότερες συνέπειες της καταγγελίας αυτών:
Αρχικά, η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας διέπεται από το π.δ. 219/91: «Περί Εμπορικών Αντιπροσώπων σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 83/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων». Στις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας αορίστου χρόνου η λήξη επέρχεται με την καταγγελία άνευ προηγούμενης τήρησης προθεσμίας αλλά με την ύπαρξη/απόδειξη σπουδαίου λόγου ή ένεκα συμβατικής παράβασης (έκτακτη καταγγελία) ή με την τήρηση προθεσμίας (άρθρο 8 παρ. 4 ΠΔ 219/91: Η προθεσμία καταγγελίας είναι ένας μήνας για το πρώτο έτος της σύμβασης, δύο μήνες από την αρχή του δεύτερου έτους, τρεις μήνες από την αρχή του τρίτου έτους, τέσσερις μήνες από την αρχή του τέταρτου έτους, πέντε μήνες από την αρχή του πέμπτου έτους και έξι μήνες από την αρχή του έκτου και τα επόμενα έτη) χωρίς την ύπαρξη σπουδαίου λόγου (τακτική καταγγελία). Σημειωτέον ότι το δικαίωμα πρόωρης λύσης της σύμβασης για σπουδαίο λόγο συνάγεται από την ερμηνεία του άρθρου 8 παρ. 8 του π.δ. 219/91 ("Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας μπορεί να καταγγελθεί κατά πάντα χρόνο και χωρίς την τήρηση των προθεσμιών της παραγράφου 4 σε περίπτωση κατά την οποία ένα εκ των μερών παραλείψει την εκτέλεση του συνόλου ή μέρος των συμβατικών υποχρεώσεων καθώς και σε περίπτωση εκτάκτων περιστάσεων"), σε συνδυασμό με τις ως άνω γενικές αρχές του δικαϊκού μας συστήματος, ενώ στις νομοθετικά αρρύθμιστες συμβάσεις διανομής και franchising με βάση την επίκληση της αρχής αυτής και της καλής πίστης.
Στην περίπτωση, λοιπόν, της λήξης της σύμβασης λόγω καταγγελίας για σπουδαίο λόγο, ο εμπορικός αντιπρόσωπος – λήπτης της καταγγελίας δικαιούται (υπό αυστηρές προϋποθέσεις προϋποθέσεις) μετά τη λύση της εμπορικής αντιπροσωπείας αποζημίωση πελατείας, ενώ χάνει το δικαίωμα ανόρθωσης κάθε περαιτέρω ζημίας με βάσει τις γενικές διατάξεις (λ.χ. διαφυγόν κέρδος), καθώς και αποζημίωση για την ζημία που υπέστη (γενικές διατάξεις ΑΚ). Εφόσον, όμως, ο σπουδαίος λόγος καταγγελίας της σύμβασης ανάγεται σε υπαιτιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου, χάνεται και το σχετικό δικαίωμα αποζημίωσης πελατείας (ειδικά για τον τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης πελατείας βλ. εδώ). Ως προς τη νομική φύση της αποζημίωσης πελατείας γίνεται δεκτό ότι αποτελεί ένα είδος εύλογης αποζημίωσης/ ιδιόρρυθμης αξίωσης αμοιβής για τις παρεχόμενες από τον εμπορικό αντιπρόσωπο υπηρεσίες και για τη συμβολή του στη δημιουργία μιας σταθερής πελατείας που παραμένει στον αντιπροσωπευόμενο. Σημαντικό είναι, επίσης, ότι o εμπορικός αντιπρόσωπος έχει υποχρέωση να ενημερώσει προσηκόντως τον αντιπροσωπευόμενο μέσα σε ένα έτος από τη λύση της σύμβασης ότι θα ασκήσει το δικαίωμά του για αποζημίωση πελατείας, διαφορετικά το δικαίωμα αποζημίωσης πελατείας χάνεται οριστικά.
Η σύμβαση αποκλειστικής διανομής δεν ρυθμίζεται με ειδικές διατάξεις. Γινόταν, όμως, σταθερά δεκτό από τη νομολογία ότι εφαρμόζονται αναλογικά, τόσο το π.δ. 219/91, όσο και οι διατάξεις του ΑΚ περί εντολής. Η ως άνω νομολογιακή κατεύθυνση αποτυπώθηκε και νομοθετικά στο άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 3557/2007 (Οι διατάξεις του π.δ. 219/1991, όπως ισχύει, εφαρμόζονται αναλόγως στις συμβάσεις: {….} β) αποκλειστικής διανομής, εφόσον, ως συνέπεια της σύμβασης αυτής, ο διανομέας ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του προμηθευτή). Προκειμένου, λοιπόν, να εφαρμοσθεί αναλογικά το π.δ. 219/91 και να δικαιούται και ο (αποκλειστικός) διανομέας αποζημίωση πελατείας θα πρέπει να ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του προμηθευτή: ο (αποκλειστικός) διανομέας να ακολουθεί τις οδηγίες του προμηθευτή, να συμβάλλει σημαντικά στην επέκταση της πελατείας του προμηθευτή, να μην ανταγωνίζεται τον προμηθευτή, ο προμηθευτής να ενημερώνεται για το πελατολόγιο του διανομέα και, μάλιστα, μετά τη λύση της σύμβασης διανομής, θα πρέπει οι πελάτες να περιέρχονται στον Προμηθευτή. Ας σημειωθεί, όμως, ότι ο απλός διανομέας, ήτοι ο διανομέας που διαθέτει εκτός από τα προϊόντα του Προμηθευτή και ανταγωνιστικά προς τα δικά του προϊόντα δεν έχει την προστασία του π.δ. 219/91, ήτοι την προστασία του αποκλειστικού διανομέα και του εμπορικού αντιπροσώπου.
Γίνεται, επίσης, δεκτό ότι με βάση τις αρχές της ισότητας και της καλής πίστης, είναι δυνατή η αναλογική, ολική ή μερική, εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 219/91 στη σύμβαση δικαιόχρησης αλλά και σε όσες διαμεσολαβητικές εμπορικές συμβάσεις εμφανίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά της συμβάσεώς εμπορικής αντιπροσωπείας: εφόσον, δηλαδή, η διαμεσολαβητική λειτουργία του δικαιοδόχου προσομοιάζει με αυτή του εμπορικού αντιπροσώπου σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ταυτίζεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, πράγμα που συμβαίνει, όταν και ο επαγγελματίας αυτός αναλαμβάνει με τη σύμβαση υποχρεώσεις ανάλογες προς εκείνες του εμπορικού αντιπροσώπου (4 παρ. 1 του Π.Δ/τος 219/1991) και ειδικότερα α) να παραλείπει ανταγωνιστικές σε βάρος του δικαιοπαρόχου του πράξεις κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά τη λήξη της συμβάσεώς τους, β) να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο, γ) να προωθεί διαρκώς και αποκλειστικά τα προϊόντα του δικαιοπαρόχου του στη συμβατική περιοχή ευθύνης του, υποκείμενος, μάλιστα, στον έλεγχό του, ως προς την εξέλιξη των πωλήσεων ή αναλόγως των αγορών, δ) να διαφημίζει τα πωλούμενα προϊόντα, ακόμη και με δικές του δαπάνες και ε) να γνωστοποιεί στον εντολέα του το πελατολόγιό του. Η συνομολόγηση ακριβώς των υποχρεώσεων αυτών, που δεν είναι πάντως αναγκαίο να συντρέχουν σωρευτικώς, αλλά μπορούν και να παραλλάσσουν, έτσι ώστε η έλλειψη μίας από αυτές να καλύπτεται από την ιδιαίτερη ένταση των λοιπών, καθιστά και το δικαιοδόχο αναπόσπαστο και καθοριστικό μέρος του δικτύου της επιχειρηματικής δραστηριότητας του δικαιοπαρόχου, αφού η εμπορική του δραστηριότητα, μολονότι αναπτύσσεται με δικό του κίνδυνο, συνεπάγεται, εντούτοις, οφέλη αμέσως και για τον δικαιοπάροχο, καθώς ο τελευταίος δεν αντλεί οικονομικά οφέλη μόνον από την εκπλήρωση της κύριας συμβατικής υποχρεώσεως του δικαιοδόχου, αλλά και από τις ως άνω ιδιαίτερες υποχρεώσεις του τελευταίου, με σπουδαιότερο γι` αυτόν όφελος το ότι λαμβάνει γνώση του πελατολογίου του, οπότε και μπορεί, μετά τη λύση της συμβάσεώς τους, να το χρησιμοποιήσει, μέσω άλλων επαγγελματιών (δικαιοδόχων), και να συνεχίσει έτσι να αποκομίζει οικονομικά οφέλη.
Συνεπώς, με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν, τα όσα αναπτύχθηκαν για την καταγγελία της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας ισχύουν και στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής και δικαιόχρησης υπό τις ως άνω προϋποθέσεις.
Ειδικά δε ως προς το ζήτημα του σπουδαίου λόγου καταγγελίας των διαμεσολαβητικών συμβάσεων λεκτέα είναι τα κάτωθι: αρχικά, αποτελεί υψίστης σημασίας η οριοθέτηση της αόριστης νομικής έννοιας «σπουδαίος λόγος», καθώς η ύπαρξη ή μη του σπουδαίου λόγου επηρεάζει άμεσα τα δικαιώματα των μερών. Πιο συγκεκριμένα, σπουδαίος λόγος καταγγελίας υπάρχει, όταν συντρέχουν έκτακτες περιστάσεις ή όταν ο ένας από τους συμβαλλομένους αθετεί υποχρεώσεις τόσο ουσιώδεις, ώστε να καθίσταται μη ανεκτή για το άλλο μέρος, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης, η συνέχιση της συμβάσεως μέχρι τη λύση της, κατά τους υπαγορευόμενους από αυτή όρους (ΑΠ 778/2019).
Παρατίθενται, εν συνεχεία, ορισμένα νομολογιακά παραδείγματα, τα οποία κάνουν δεκτή την ύπαρξη σπουδαίου λόγου καταγγελίας διαμεσολαβητικής σύμβασης και οριοθετούν την έννοια:
α) Η παραβίαση όρου της μεταξύ των διαδίκων ατύπως καταρτισθείσας σύμβασης αποκλειστικής διανομής σύμφωνα με τον οποίο όφειλε να επιστρέφει στον Προμηθευτή τα αδιάθετα - ληγμένα προϊόντα, ώστε αφενός να καταστραφούν και αφετέρου, ενόψει της συμφωνίας των διαδίκων για πλαφόν στο ύψος αυτών (επιστροφών), να γίνει σχετική εκκαθάριση (ΤρΕφΑθ 1308/2021).
β) Η υπαίτια μονομερής (χωρίς συμφωνία) επέμβαση στη σύμβαση έχουσα ως αποτέλεσμα τη μείωση της αμοιβής (ΠΠρΑθ 1618/2016) ή και αύξηση του κόστους λειτουργίας της σύμβασης (ΜονΕφ).
γ) Η αύξηση των τιμών πώλησης των συμβατικών προϊόντων από τον αντιπροσωπευόμενο/προμηθευτή στον εμπορικό αντιπρόσωπο/διανομέα (ΑΠ 751/2019).
δ) Η παραβίαση της ρήτρας αποκλειστικότητας και της υποχρέωσης μη ανταγωνισμού (ΑΠ 455/2015, ΜονΕφ 249/2020).
ε) Η διαρκής ραθυμία και επαγγελματική ανεπάρκεια του εμπορικού αντιπροσώπου/αντιπροσωπευομένου, η παράλειψη τακτικής αναζήτησης πελατών.
στ) Ο αστήρικτες κατηγορίες εις βάρος αντιπροσώπου/αντιπροσωπευόμενου όπως π.χ. η μομφή υπεξαίρεσης/κλοπής/εν γένει διάπραξης εγκλημάτων.
ζ) Η υπαίτια αδυναμία του αντιπροσωπευόμενου/προμηθευτή να ανταποκριθεί στις συμβατικές του υποχρεώσεις.
η) Η επανειλημμένη μη εμπρόθεσμη εκκαθάριση/καταβολή των προμηθειών του αντιπροσώπου, η μη εμπρόθεσμη παράδοση των εμπορευμάτων (ΤρΕφΑθ 811/2016).
θ) Η συγχώνευση των ανωνύμων εταιριών δεν συνεπάγεται καθεαυτή την αυτοδίκαιη λύση της συμβάσεως (υπ)αντιπροσωπείας. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος, όμως, διατηρεί το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση αυτή, όταν η συγχώνευση μεταβάλλει αρνητικά τα οικονομικά του δεδομένα ή κλονίζει τις σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης (Ν. Νίκα, Η τύχη της εμπορικής (υπ)αντιπροσωπείας επί συγχωνεύσεως ανωνύμων εταιριών).
ι) Η πτώχευση αντιπροσώπου/αντιπροσωπευομένου.
ια) Οι πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού εκ μέρους των συμβαλλομένων μερών (ΜονΕφ 1977/2021).
Ειδικά, δε, για τη τελευταία περίπτωση ύπαρξης σπουδαίου λόγου καταγγελίας: όσο πιο στενοί είναι οι δεσμοί μεταξύ δύο συνεργατών, τόσο περισσότερο καθίσταται αναγκαία η διασφάλιση ενός κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταξύ τους συνεργασίας. Συνεπώς, ειδικά στις διαρκείς συμβάσεις, όπως εν προκειμένω, καθίσταται πολύ σημαντική η στενή συνεργασία και η ύπαρξη πίστης μεταξύ των μερών. Σε αντίθετη περίπτωση, η συνεργασία αυτή είναι καταδικασμένη εκ προοιμίου να αποτύχει, καθώς ανατρέπεται ουσιαστικά το δικαιοπρακτικό θεμέλιο αυτής. Τι συμβαίνει, λοιπόν, όταν διαρρηγνύεται αυτή η σχέση εμπιστοσύνης. Έχει ο αντιπροσωπευόμενος το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ή οφείλει να αναμείνει την προβληματική αυτή συνεργασία μέχρι να λυθεί, όπως προβλέπεται στη σύμβαση ή με τις νόμιμες διατυπώσεις; Στην υπ’ αρ. 1996/2021 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (αδημ.) κρίθηκε: « {…} το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι θεμελιώνεται σπουδαίος λόγος και έκτακτη περίσταση για την καταγγελία αυτή. Και αυτό διότι αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι μετά την αποχώρηση του ανωτέρω σημαντικού εταίρου {…» από την ενάγουσα και την ήδη μειωμένη απόδοση της τελευταίας σε νέες συνδέσεις {…} δημιουργήθηκε εύλογη υποψία για πιθανή συνεργασία και άλλων εταίρων της ενάγουσας με την ανωτέρω ανταγωνίστρια εταιρεία (όπως και έγινε, έστω και μετά την καταγγελία) και οπωσδήποτε δυσπιστία σχετικά με την ικανότητα της ενάγουσας να συνεργαστεί στο μέλλον με την πρώτη εναγομένη». Έτσι, λοιπόν, που έκρινε το δικαστήριο έκανε δεκτό ότι ο αντιπροσωπευόμενος είχε σπουδαίο λόγο να καταγγείλει την επίδικη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, παρ’ όλο που το κλονιστικό της εμπιστοσύνης γεγονός δεν ανήλθε (απαραίτητα) σε υπαιτιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου. Αρκεί, λοιπόν, το αντικειμενικό γεγονός του κλονισμού της εμπιστοσύνης ενός εκ των μερών για να καταγγελθεί η σύμβαση για σπουδαίο λόγο.
Κατά τη στάθμιση της ύπαρξης σπουδαίου λόγου ή μη λαμβάνονται υπόψη πληθώρα παραγόντων, όπως αυτοί έχουν διαμορφωθεί από τη νομολογία και τη θεωρία: αρχικά, όσο πιο κεντρικός/εμπιστευτικός είναι ο ρόλος ενός προσώπου σε ένα νομικό πρόσωπο, τόσο περισσότερο βαρύνουν τα παραπτώματά του. Όσο στενότερος είναι ο προσωπικός δεσμός μεταξύ των μερών, τόσο αυξάνονται οι απαιτήσεις μεταξύ τους. Όσο μεγαλύτερο βαθμό εξάρτησης εμφανίζει ένας συμβαλλόμενος με έναν άλλον, τόσο αυξάνονται και οι υποχρεώσεις πίστεως του ισχυρότερου συμβαλλόμενου. Όσο περισσότερο διαρκεί η σχέση αυτή, τόσο η ένταση του δεσμού εμπιστοσύνης αυξάνεται. Με άλλα λόγια, όσο περισσότερη εμπιστοσύνη υπάρχει σε μία σχέση, τόσο πιο εύκολα θα μπορεί να καταγγελθεί, εφόσον αυτή κλονισθεί. Οι ιδιαιτερότητες, λοιπόν, της υπόθεσης θα «φωτίσουν» και θα υποδείξουν στο κάθε συμβαλλόμενο μέρος το πώς πρέπει να χειριστεί την υπόθεση τον τρόπο χειρισμού της υποθέσεως.
Τέλος, εφόσον ο καταγγέλλων (για σπουδαίο λόγο) με την πρόωρη λύση της διαμεσολαβητικής σύμβασης επεμβαίνει μονομερώς στην έννομη σφαίρα του λήπτη καταγγελίας, νομιμοποιείται να ασκήσει αυτό το δικαίωμα, μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίως για την προάσπιση των σκοπών του. Με άλλα λόγια, εάν η επιδιωκόμενη αλλαγή συμπεριφοράς του αντισυμβαλλομένου παραβάτη μπορεί να επιτευχθεί με την επισήμανση της παράβασης υπό την απειλή εννόμων συνεπειών, τότε η καταγγελία δεν θα είναι το αναγκαίο σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας μέσο για την προάσπιση των συμφερόντων του καταγγέλλοντος. Συνεπώς, θα πρέπει να εξετασθεί, πριν καταγγελθεί οποιαδήποτε διαμεσολαβητική σύμβαση για σπουδαίο λόγο, μήπως πρέπει να αποσταλεί (προειδοποιητική) Επιστολή – Εξώδικη Δήλωση με την οποία θα κληθεί ο «παραβάτης» σε συμμόρφωση.
Συμπερασματικά, σε περίπτωση που έχουν συμβεί περιστατικά που έχουν διαταράξει τη λειτουργία μιας διαμεσολαβητικής σύμβασης και το πλήγμα που έχει υποστεί ο συμβατικός δεσμός είναι τόσο σοβαρό, ώστε να παρίσταται καθίσταται εξαιρετικά απίθανη η ομαλή λειτουργία του στο μέλλον, είναι δυνατή η άμεση καταγγελία μιας διαμεσολαβητικής σύμβασης για σπουδαίο λόγο. Ο καταγγέλλων οφείλει, όμως, να επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια, καθώς μία άκαιρη και χωρίς σπουδαίο λόγο καταγγελία μιας διαμεσολαβητικής σύμβασης γεννά αποζημιωτική ευθύνη προς τον λήπτη της (άκαιρης) καταγγελίας, ο δε λήπτης της καταγγελίας οφείλει να προασπίσει τα δικαιώματά του μέσα στις νόμιμες προθεσμίες. Τέλος, ας διευκρινισθεί ότι στόχος του παρόντος άρθρου αποτέλεσε εξ αρχής ο προϊδεασμός των εκάστοτε συμβαλλομένων σε διαμεσολαβητικές συμβάσεις περί του ισχύοντος νομικού πλαισίου και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί πλήρης οδηγός για τα σύνθετα νομικά ζητήματα της καταγγελίας αυτών.