Legal Insight
Νοέμβριος 2024
Μαριλένα Γιαννίκα, Ασκ. Δικηγόρος
Περίληψη: Η σύμβαση franchise δεσμεύει δύο ανεξάρτητες επιχειρήσεις, όπου η δικαιοπάροχος παραχωρεί στη δικαιοδόχο το δικαίωμα εκμετάλλευσης ενός «πακέτου franchising» με οικονομικό αντάλλαγμα. Η μεταβίβαση μιας σύμβασης franchise απαιτεί τη σύμπραξη του δικαιοδόχου, του αποκτώντος και του δικαιοπάροχου, λόγω του προσωποπαγούς χαρακτήρα της. Στο παρόν εξετάζεται πως μπορεί να αντιμετωπιστεί η άρνηση του δικαιοπάροχου για μεταβίβαση της συμβατικής σχέσης είτε μέσω απόδειξης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (ΑΚ 281), είτε με επίκληση παραβίασης συμβατικών όρων, εφόσον υπάρχουν ρητά κριτήρια για τη μεταβίβαση.
1. Εισαγωγικά:
Η σύμβαση franchise αποτελεί σύμβαση συνεργασίας μεταξύ δύο επιχειρήσεων, νομικά ανεξάρτητων μεταξύ τους, βάσει της οποίας η μία επιχείρηση, η δικαιοπάροχος (franchisor), παραχωρεί στην άλλη, την δικαιοδόχο (franchisee), έναντι άμεσου ή έμμεσου οικονομικού ανταλλάγματος, το δικαίωμα εκμετάλλευσης του λεγόμενου συνόλου ή πακέτου franchising με σκοπό την πώληση συγκεκριμένων τύπων προϊόντων ή/και υπηρεσιών σε τελικούς χρήστες. Το «πακέτο franchising» αποτελεί ένα σύνολο δικαιωμάτων βιομηχανικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας (π.χ. διακριτικά γνωρίσματα καταστημάτων και προϊόντων, σημάτων), καθώς και πραγματικών καταστάσεων, όπως τεχνογνωσίας (know-how) και μεθόδου διαχείρισης (management) μίας επιχείρησης.
Κάθε σύστημα franchise συναποτελείται από πολλαπλές συμβάσεις που καταρτίζει η δικαιοπάροχος με ανεξάρτητους επιχειρηματίες (δικαιοδόχους). Μέσω των συμβάσεων αυτών, δημιουργείται ένα σύστημα καταστημάτων που φέρουν τα ίδια διακριτικά γνωρίσματα, παρέχουν ομοιόμορφα προϊόντα και άρα εμφανίζονται ως ενιαία επιχείρηση απέναντι στον πελάτη.
2. Νομικό καθεστώς στο ελληνικό δίκαιο & αντιμετώπιση από ελληνικά δικαστήρια
Η σύμβαση franchise δεν ρυθμίζεται νομοθετικά στο ελληνικό δίκαιο. Κοινό τόπο συνιστά το γεγονός ότι η σύμβαση δικαιόχρησης δεν μπορεί να υπαχθεί στον νομικό τύπο κάποιας ήδη υπάρχουσας σύμβασης του ενοχικού δικαίου, καθότι συγκεντρώνει χαρακτηριστικά που απαντώνται σε διάφορους συμβατικούς τύπους. Στο σημείο αυτό προκύπτει το ερώτημα εάν η σύμβαση δικαιόχρησης πρέπει να χαρακτηριστεί ως sui generis σύμβαση (δηλαδή ως ένας νέος συναλλακτικός τύπος) ή ως μεικτή σύμβαση (δηλαδή ως συμφωνία στην οποία απαντώνται στοιχεία περισσότερων συμβάσεων). Στην πρώτη περίπτωση πρέπει να αναζητηθεί η αναλογική εφαρμογή κανόνων κάποιου άλλου συμβατικού τύπου, στην δεύτερη περίπτωση διαπιστώνεται ο τύπος σύμβασης που η κυριαρχεί στην όλη συμβατική σχέση, ενώ οι κανόνες που διέπουν τα υπόλοιπα τμήματα της σύμβασης εφαρμόζονται συμπληρωματικά.
Η κρατούσα θέση της νομολογίας στη χώρα μας τάσσεται υπέρ της θεώρησης της σύμβασης franchise ως μεικτής σύμβασης, η οποία εμπεριέχει στοιχεία μίσθωσης προσοδοφόρου δικαιώματος, σύμβασης παροχής υπηρεσιών και σύμβασης εντολής. Επιπλέον, παρά την έλλειψη νομοθετικής ρύθμισης, στις εμπορικές συναλλαγές έχουν διαμορφωθεί πάγιες ρήτρες που διέπουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, ενώ η επανάληψη των συμβατικών όρων όχι μόνο αποδεικνύει την αποκρυστάλλωση ενός πάγιου συμβατικού περιεχομένου, αλλά πλέον έχει συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός συνήθους, σε σημαντικό βαθμό τυποποιημένου, «συμβατικού τύπου» της σύμβασης franchise.
3. Πρόθεση μεταβίβασης της σύμβασης franchise και άρνηση του δικαιοπάροχου
Στις περιπτώσεις μεταβίβασης σύμβασης franchise, η συμβατική σχέση μεταβιβάζεται ως ενότητα και αποκτάται επίσης ως ενιαία ομάδα, ανεξάρτητα από το ποια αντικείμενα την αποτελούν. Μολονότι το δίκαιο δεν απαγορεύει την δυνατότητα μεταβολής του προσώπου του ενός συμβαλλομένου, τη σύμβαση μεταβίβασης πρέπει να συνάψουν και οι τρεις ενδιαφερόμενοι (ο μεταβιβάζων τη συμβατική θέση, ο δικαιοπάροχος και ο αποκτών), καθότι η σύμβαση franchise, λόγω του έντονα προσωποπαγούς χαρακτήρα της δεν μπορεί να αρκείται σε διμερή σύμβαση μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος.
Εκ των ως άνω λεχθέντων, μπορούν να εξαχθούν τα εξής συμπεράσματα: αφενός 1) η απουσία ρητής νομοθετικής ρύθμισης του συγκεκριμένου συμβατικού τύπου από το ελληνικό δίκαιο, αφετέρου 2) η κατ’ αποτέλεσμα μεγάλη σημασία που πρέπει να δοθεί στη ρύθμιση της σχέσης δικαιόχρησης (franchise) μεταξύ των μερών κατά την υπογραφή της σύμβασης. Το εκάστοτε ιδιωτικό συμφωνητικό δικαιόχρησης (franchising) αποκρυσταλλώνει σε σημαντικό βαθμό τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις των μερών είθισται να καλύπτει και τις περιπτώσεις μεταβίβασης της σύμβασης δικαιόχρησης.
Η μεταβίβαση της σύμβασης, λόγω του ιδιαίτερα προσωποπαγούς χαρακτήρα της, απαιτεί (τόσο νομικά όσο και συνήθως συμβατικά) προηγούμενη άδεια του δικαιοπάροχου. Ποια η άμυνα του δικαιοδόχου όμως, σε περίπτωση που η άδεια αυτή δεν παρασχεθεί; Φρένο στην αδικαιολόγητη άρνηση μεταβίβασης της σύμβασης δικαιόχρησης (franchise) αποτελεί είτε α) η γενική ρήτρα περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (ΑΚ 281) είτε β) η ίδια η σύμβαση που υπεγράφη μεταξύ των μερών όταν θέτει συγκεκριμένα – ευχερώς ελέγξιμα- κριτήρια για την άσκηση του δικαιώματος άρνησης της μεταβίβασης ή για τα κριτήρια όπου ο μελλοντικός δικαιοχρήστης (το πρόσωπο που πρόκειται να μεταβιβαστεί η σύμβαση) πρέπει να πληροί προκειμένου να πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση.
4. Ειδικότερα, τα μέσα άμυνας του δικαιοδόχου ανά περίπτωση
Καθότι το βάρος απόδειξης τόσο της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος άρνησης από τον δικαιοπάροχο (υπό α.), όσο και της πλήρωσης των κριτηρίων στο πρόσωπο του μελλοντικού δικαιοχρήστη (υπό β.) βαρύνουν τον τωρινό δικαιοχρήστη, τα μέσα άμυνας που παρέχονται διακρίνονται ως εξής, ανάλογα με το εάν η δυνατότητα μεταβίβασης έχει προβλεφθεί συμβατικά ή όχι:
• Α) Απόδειξη καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος άρνησης βάσει ΑΚ 281
Η πρώτη αυτή δυνατότητα παρέχεται συνήθως όταν η μεταβίβαση της σχέσης δεν προβλέπεται συμβατικά. Συνεπώς τότε ο δικαιοχρήστης καλείται να αποδείξει πως η στάση αυτή του δικαιοπάροχου (η άρνησή του δηλαδή να συμβληθεί στην μεταβίβαση) εκπορεύεται από μία κακόβουλη συμπεριφορά του. Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν κάνει δεκτό στο παρελθόν πως στις περιπτώσεις όπου η κακοβουλία είναι ιδιαίτερα δυσαπόδεικτη, η πρόθεση για πρόκληση ζημίας μπορεί να συναχθεί αντικειμενικά από την έλλειψη σοβαρού συμφέροντος ή ωφέλειας από την άσκηση του δικαιώματος από τον δικαιοπάροχο.
• Β) Απόδειξη παράβασης της συμβατικής δέσμευσης
Η δεύτερη αυτή περίπτωση ανακύπτει όταν έχει ρυθμιστεί συμβατικά η δυνατότητα μεταβίβασης της σύμβασης franchise, ειδικά όταν έχουν καθοριστεί ρητά τα κριτήρια όπου ο νέος δικαιοδόχος πρέπει να διαθέτει προκειμένου να ολοκληρωθεί η μεταβίβαση. Τα κριτήρια αυτά μπορεί να σχετίζονται, για παράδειγμα, με την οικονομική ευρωστία του υποψήφιου, την επιχειρηματική του εμπειρία, τη συμμόρφωσή του με τις αρχές του δικτύου franchise ή την ικανότητά του να διατηρήσει την καλή φήμη του εμπορικού σήματος. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η ευθύνη για την απόδειξη της συνδρομής των εν λόγω κριτηρίων βαρύνει τον τρέχοντα δικαιοδόχο. Αυτός φέρει το βάρος να προσκομίσει τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία, που να τεκμηριώνουν ότι ο μελλοντικός δικαιοδόχος πληροί τους όρους που έχουν τεθεί στη σύμβαση.